θεραπευθῶ

θεραπευθῶ
θεραπεύω
to be an attendant
aor subj pass 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εγκαθεύδω — ἐγκαθεύδω (Α) 1. κοιμάμαι ανάμεσα ή πάνω σε κάτι 2. κοιμάμαι 3. (ειδ.) κοιμάμαι μέσα σε ναό για να θεραπευθώ από θαύμα …   Dictionary of Greek

  • εγκοιμώμαι — ἐγκοιμῶμαι ( άομαι) (Α) 1. κοιμάμαι μέσα σ έναν χώρο («ἐγκοιμῶμαι ἐν σπηλαίῳ») 2. κοιμάμαι σε ναό για να δω μαντικά όνειρα ή για να θεραπευθώ 3. κοιμάμαι στη διάρκεια τού δείπνου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”